- ἐνσχίζω
- ἐν-σχίζω,A split or rend asunder,
λεοντῆν Tz.H.7.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντῆν Tz.H.7.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενσχίζω — ἐνσχίζω (Μ) [σχίζω] σχίζω με κάτι … Dictionary of Greek
ἐνσχίζεσθαι — ἐνσχίζω split pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek